Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκέψασϑε δέ

См. также в других словарях:

  • σκέψασθε — σκέπτομαι look aor imperat mp 2nd pl σκέπτομαι look aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέψασθ' — σκέψασθε , σκέπτομαι look aor imperat mp 2nd pl σκέψασθαι , σκέπτομαι look aor inf mp σκέψασθε , σκέπτομαι look aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»